Η αγάπη ήταν το καλύτερο φάρμακο για τα αυτιστικά άτομα που ζουν στον ξενώνα του Βοτανικού.
Της Ιωαννας ΦωτιαδηΣτον Βοτανικό, κοντά σε νυχτερινά κέντρα, και παράλληλα μακριά από τη χλαλωή της διασκέδασης, ένας ξενώνας με το όνομα «Ανάσα» δίνει προοπτική αξιοπρεπούς ζωής στους ενοίκους του, άτομα που πάσχουν από αυτισμό βαριάς μορφής. Στο επίκεντρο, η ομαδικότητα και η αυτοθυσία όλων των εμπλεκομένων: των εργαζομένων, της γειτονιάς, της Εκκλησίας, των «ανώνυμων» που πιστεύουν ότι η προσφορά στον πάσχοντα νοηματοδοτεί την κοινωνική παρουσία. |
| «Ολα ξεκίνησαν πριν από περίπου δύο χρόνια, όταν απαιτήθηκε να κλείσει το Νταού Πεντέλης και οι ασθενείς να μεταφερθούν σε νέους χώρους με στόχο να αποασυλοποιηθούν», λέει η κ. Αρτεμις Χειλά, επιστημονική υπεύθυνη του ξενώνα. «Στις αρχές του 2007 τα πιο βαριά περιστατικά είχαν ξεμείνει στα “αζήτητα”», τονίζει χαρακτηριστικά στην «Κ» η ίδια, που επωμίστηκε την ευθύνη να μεταφέρει τους ασθενείς σε έναν νέο χώρο και να τους εξασφαλίσει ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης. «Επρόκειτο για ενήλικες που είχαν ζήσει για δεκαετίες έγκλειστοι. Δεν είχαν περάσει ποτέ το κατώφλι της κλινικής και πολλοί διαβιούσαν δεμένοι στα κρεβάτια τους ή μέσα σε κλουβιά»…
Σχέση εμπιστοσύνης Για να γίνει ομαλά η μεταφορά στο νέο κτίριο και να δημιουργηθεί σχέση εμπιστοσύνης με τους νέους θεραπευτές, χρειάστηκε προσπάθεια μεγάλη. «Τους πρώτους μήνες τους επισκεπτόμασταν καθημερινά στην κλινική για να δημιουργήσουμε μια προσωπική σχέση μαζί τους». Τον Ιούνιο του 2007 τα «παιδιά» βρέθηκαν στο πρώτο τους σπίτι, όπου ο καθένας έχει το προσωπικό του δωμάτιο και είναι στελεχωμένο με το κατάλληλο προσωπικό για την φροντίδα τους. Στόχος της αποασυλοποίησης για τους ασθενείς είναι να αυτονομηθούν και να ξεκινήσουν να εργάζονται, «στην περίπτωση όμως του αυτισμού το ευκταίο είναι να καταφέρουν τα άτομα να αυτοεξυπηρετούνται και να ζουν αρμονικά με τους άλλους», επισημαίνει η κ. Χειλά. «Στον ξενώνα φιλοξενούμε τον Τάσο, την Πόπη, τον Γιάννη, τον Δημήτρη Κ. και τον Δημήτρη Β.», λέει στην «Κ» η κοινωνική λειτουργός Ανθή Κουτσούπη, την ώρα της γνωριμίας. Στο σαλόνι «παίζει» μουσικό κανάλι της τηλεόρασης, στους τοίχους υπάρχουν φωτογραφίες των «παιδιών» στη θάλασσα, στην κουζίνα ένας ένοικος παίρνει πρωινό. Πρόκειται τελικά για τους ίδιους ανθρώπους που μέχρι χθες τους αντιμετώπιζαν σαν αγρίμια; «Οι ασθενείς έχουν κυριολεκτικά μεταμορφωθεί», λέει με σιγουριά η ψυχολόγος του προγράμματος, Μαρία Κωνσταντοπούλου, «για παράδειγμα, ο Γιάννης κάθε φορά που διψούσε, χτυπούσε το κεφάλι του στο τοίχο. Σήμερα, δεκαεπτά μήνες μετά, πηγαίνει μόνος του στην κουζίνα και βάζει νερό. Η Πόπη κάποτε δεν ήθελε να πλυθεί και να χτενιστεί. Σήμερα, δεν κατεβαίνει στο σαλόνι χωρίς κολόνια και κορδέλα στα μαλλιά!». Επικοινωνία με… φαντασία Η συνύπαρξη των εργαζομένων με τους ασθενείς απαιτεί ιδιαίτερη υπομονή, φαντασία και παρατηρητικότητα, αφού οι πάσχοντες από αυτισμό δεν μιλούν, αλλά επικοινωνούν με δικούς τους κώδικες. «Ο Δημήτρης μού έδειχνε για καιρό επίμονα τον τοίχο, αλλά δεν καταλάβαινα εξαρχής ότι ήθελε να κλείσω τον κλιματισμό!» μάς λέει ο νοσηλευτής Νίκος Βουζουνεράκης, «τώρα πια ξέρω!» Μια σημαντική παράμετρος για την ισορροπία των αυτιστικών ατόμων είναι η σταθερότητα – οι απότομες αλλαγές τα ταράζουν. «Τα παιδιά είναι προικισμένα με ταλέντα και δεξιότητες που δεν μπορεί κανείς να φανταστεί», υπογραμμίζει η κ. Κουτσούπη, «έχουν καλλιτεχνικές κλίσεις και πολύ ανεπτυγμένη διαίσθηση. Αν μια μέρα έλθουμε στη δουλειά στενοχωρημένοι, το αντιλαμβάνονται αμέσως». Τα κατάλοιπα από τον εγκλεισμό κάποιες φορές ανιχνεύονται, ωστόσο, οι ασθενείς νιώθουν την αγάπη που τους προσφέρεται και την ανταποδίδουν με διάφορους τρόπους. «Τα παιδιά έχουν γίνει πολύ τρυφερά, αναζητούν την αγκαλιά και το χάδι μας», συμπληρώνει η νοσηλεύτρια Αννα Βιαζένοβα. Συμβάλλουν όλοι Η ψυχιατρική δομή «Ανάσα» αποτελεί παράδειγμα μεταξύ άλλων δομών του προγράμματος αποασυλοποίησης «Ψυχαργώς», το οποίο ακροβατεί, για τον πρόσθετο λόγο ότι ακόμα κατορθώνει να επιβιώνει οικονομικά. «Εχουμε δώσει μεγάλο αγώνα για να πληρώνονται με συνέπεια οι εργαζόμενοι», τονίζει η κ. Χειλά. Μέχρι τα τέλη του 2008 τον ξενώνα χρηματοδοτούσε κατά 80% η Ε.Ε., αλλά από την αρχή του έτους, η χρηματοδότηση είναι πλέον κρατική, έχει κατέβει στο 40% και επιδεικνύει την εθιμοτυπική ελληνική… καθυστέρηση. «Εχουμε επιβιώσει με πολύ κόπο και αυτοθυσία. Δεν είναι λίγες οι φορές που τα μέλη του Δ.Σ. έχουν βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη… Επιπλέον, η γειτονιά στον Βοτανικό μάς αγκάλιασε από την αρχή και οι μαγαζάτορες μάς προσφέρουν ο καθένας ό,τι μπορεί· η ανθρωπιά είναι παρούσα, δίπλα μας». «Είναι χαρά μου να στέλνω όσα σάντουιτς μπορώ», λέει στην «Κ» η κ. Μαρίνα, που έχει μαγαζί στην γωνιά, «άλλωστε με τα παιδιά γνωριζόμαστε, έρχονται συχνά εδώ για βόλτα!». Με την ίδια προθυμία προσφέρει λαχανικά η κ. Μαρκέλλα από το μανάβικο, ωστόσο η μεγαλύτερη βοήθεια προέρχεται από την Αγία Μαρκέλλα, την εκκλησία στην ενορία της περιοχής. Κάθε μεσημέρι ο πατέρας Τιμόθεος φέρνει ζεστό φαγητό στα παιδιά και πολλές φορές γευματίζει μαζί τους. «Ο “Φιλόπτωχος” ετοιμάζει το γεύμα τις καθημερινές, στις αργίες ενεργοποιούνται οι νοικοκυρές της γειτονιάς! Στον Βοτανικό υπάρχει ακόμα το κλίμα της κοινότητας, έχουμε υιοθετήσει τα παιδιά και θα δώσουμε αγώνα για να παραμείνουν εδώ», λέει στην «Κ» ο ιερέας. Η κινητοποίηση του κόσμου είναι συγκινητική, ωστόσο δεν αρκεί. «Κάθε προσφορά είναι καλοδεχούμενη – από απορρυπαντικά και μακαρόνια μέχρι είδη “πολυτελείας”. Ενα πιάνο, που ίσως βρίσκεται σε αχρηστία σε κάποιο σαλόνι, εδώ μπορούμε να το αξιοποιήσουμε καλλιεργώντας την καλλιτεχνική κλίση των παιδιών», καταλήγει με νόημα και αισιοδοξία η κ. Κουτσούπη. |
